Γλάνιδι

Γλάνιδι
Γλάνις
sheat-fish
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλανίδι — το (Α γλανίς και γλάνις, η) ονομασία τού ψαριού Παρασίλουρος ο αριστοτέλειος νεοελλ. γλανός*, γουλιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. γλανίδι είτε απ ευθείας < γλανίς, γλάνις είτε < υποκορ.* γλανίδιον (< γλανίς, γλάνις). Με τη σειρά του το γλανίς, γλάνις… …   Dictionary of Greek

  • γλάνις — (glanis). Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και με την ονομασία σίλουρος ο ευρωπαϊκός. Ο γ. ζει στα γλυκά νερά της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα με άλλα ψάρια, δεν έχει ραχιαίο πτερύγιο αλλά εδρικό, πολύ μεγάλο. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • γλανός — ο το ψάρι γλανίδι …   Dictionary of Greek

  • σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… …   Dictionary of Greek

  • σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”